- ρομφαία
- η / ῥομφαία, ΝΜΑ1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ.β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ)2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει / ρομφαία στο χέρι», Κάλβ.β. «καὶ ἔταξε τὰ Χερουβείμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην», ΠΔγ. «τάδε λέγει ὁ ἔχων τὴν ῥομφαίαν τὴν δίστομον τὴν ὀξεῑαν», ΚΔ)3. μτφ. οξύς, βαθύτατος πόνος (α. «καὶ σοῡ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσετε ρομφαία», ΚΔβ. «αὐτῆς τῆς Θεοτόκου ψυχῆς ῥομφαίαν διελαθῆναι λέγων, σαφῶς τὸ ἐν τῷ σταυρῷ προφητεύει πάθος», Γρηγ. Νύσσ.)αρχ.μεγάλη και πλατιά αμφίστομη σπάθα («ὀρθὰς ῥομφαίας βαρυσιδήρους ἀπὸ τῶν δεξιῶν ὤμων ἐπισείοντες», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, σύμφωνα με μια άποψη, πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης με ελλ. επίθημα -αία (πρβλ. αυλ-αία, θυρ-αία). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. ῥομφεύς βλ. λ.. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τον τ. rumpia].
Dictionary of Greek. 2013.